dangle$18851$ - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

dangle$18851$ - translation to ολλανδικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Dangles; Dangling; Dangle (disambiguation)

dangle      
v. bengelen, slingeren; schommelen; verleiden; trekken; hangen

Ορισμός

dangle
(dangles, dangling, dangled)
1.
If something dangles from somewhere or if you dangle it somewhere, it hangs or swings loosely.
A gold bracelet dangled from his left wrist...
He and I were sitting out on his jetty dangling our legs in the water.
VERB: V prep/adv, V n prep/adv
2.
If you say that someone is dangling something attractive before you, you mean they are offering it to you in order to try to influence you in some way.
They've dangled rich rewards before me.
VERB: V n before/in front of n

Βικιπαίδεια

Dangle

Dangle, dangler or dangling may refer to:

  • Dangler (plot device), an unresolved plot line in a story
  • Dangle (espionage), an agent of one side who pretends to be interested in defecting to another side
  • Dangle, a type of earring
  • Dangle, in ice hockey, a variety of moves where a player dekes (fakes) out a goalie or player (it originally meant to skate fast with the puck)
  • Dangle, in lacrosse, a complete defeat of a defender or goalie achieved by performing complex stick moves and tricks